φραγγέλιο — το (λ. λατ.), μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι: Σε δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραγγελώνω — φραγ(γ)ελ(λ)ῶ, όω, ΝΜΑ [φραγέλλιον / φραγγέλιο(ν)] δέρνω με το φραγγέλιο, μαστιγώνω («τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ», ΚΔ) … Dictionary of Greek
λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… … Dictionary of Greek
φραγέλλη — ἡ, Α το φραγγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φραγέλλιον / φραγγέλλιον, κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
φραγέλλιον — τὸ, ΜΑ βλ. φραγγέλιο … Dictionary of Greek
φραγγέλωμα — το, Ν [φραγγελώνω] δαρμός με φραγγέλιο, μαστίγωμα … Dictionary of Greek
φραγγέλωμα — το, ατος μαστίγωση, μαστίγωμα, χτύπημα με φραγγέλιο, καμτσικιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραγγελώνω — φραγγέλωσα, φραγγελώθηκα, φραγγελωμένος, δέρνω με φραγγέλιο, μαστιγώνω, βουρδουλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)